άπεκτος — ἄπεκτος κ. ἀπέκτητος, ον (AM) [πεκτέω] 1. ο αχτένιστος 2. (για πρόβατα) ο ακούρευτος, ο πολύ μικρός, αυτός που δεν έχει κλείσει χρόνο (ώστε να τον κουρέψουν) … Dictionary of Greek
αγριώνω — (Μ) (Α ἀγριῶ, όω) 1. κάνω κάποιον ή κάτι άγριο, εξαγριώνω, ερεθίζω 2. παθ. εξαγριώνομαι, εξοργίζομαι νεοελλ. προξενώ φόβο σε κάποιον, τόν αγριεύω αρχ. παθ. 1. είμαι άγριος, βρίσκομαι σε άγρια κα τάσταση 2. είμαι ατημέλητος, αχτένιστος 3. είμαι… … Dictionary of Greek
αδιάλυστος — η, ο, [διαλύνω] 1. (για κλωστές) αυτός που δεν διαχωρίστηκε από άλλες ουσίες, ο αξεχώριστος 2. (για τα μαλλιά) αχτένιστος 3. ανερμήνευτος, ανεξήγητος … Dictionary of Greek
ακτένιστος — η, ο και αχτένιστος (AM ἀκτένιστος, ον) [κτενίζω] αυτός που δεν χτενίστηκε, ακατάστατος, ξεχτένιστος (νεολλ.) 1. (για τρίχες, νήματα κ.λπ.) αυτός που δεν τον επεξεργάστηκαν με ειδικό εργαλείο, με το χτένι, ο αλανάριστος, 2. (για λόγο, σύγγραμμα κ … Dictionary of Greek
αναμαλλιάρης — άρα, άρικο 1. αυτός που έχει ανακατωμένα τα μαλλιά του, αχτένιστος, ξεχτένιστος 2. (για υφάσματα) αυτός που χνούδιασε, ο χνουδιασμένος 3. αυτός που έχει ακάλυπτο το κεφάλι του, ασκεπής, ξεσκούφωτος 4. αυτός που έχει πολύ αραιά μαλλιά … Dictionary of Greek
αξάγκλυστος — κ. κλυγος, η, ο 1. (για μαλλιά) αυτός που δεν τον έχουν ξάνει 2. αχτένιστος … Dictionary of Greek
νήπεκτος — νήπεκτος, ον (Α) νηπεκτής*. αχτένιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη* + πεκτος (< πεκτέω «κουρεύω»), πρβλ. ά πεκτος, εύ πεκτος] … Dictionary of Greek
νηπεκτής — νηπεκτής, ές (Α) αυτός που έχει αχτένιστα μαλλιά, αχτένιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του νήπεκτος] … Dictionary of Greek
ξεχουρδισμένος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει κουρδιστεί ή ξεκουρδίστηκε 2. (για μαλλιά ή γένια) ανακατωμένος, αχτένιστος («γενεάδες καμωμένες και κάθ αργά τσι βάνασι μακρές ξεχουρδισμένες», Ερωτόκρ.) 3. μτφ. αποδιοργανωμένος, αποσυντεθειμένος … Dictionary of Greek
ξεχτένιστος — η, ο [ξεχτενίζω] αχτένιστος, αναμαλλιάρης, ξεμαλλιασμένος … Dictionary of Greek